- μυστήρια
- Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο «μυστικισμός», που δείχνει μια στάση απέναντι στο θείο, τυπική των μεμυημένων στα μ. Οι μυστηριακές λατρείες ήταν στην ουσία ένας τρόπος προσέγγισης των θεών διαφορετικός από εκείνον που προέβλεπε, η δημόσια και η ιδιωτική λατρεία. Αυτός βασιζόταν σε ένα είδος καθιέρωσης σε ορισμένες ιδιαίτερες θεότητες, οι οποίες γι’ αυτόν το λόγο υποτίθεται ότι εξασφάλιζαν στους «αφιερωμένους» ορισμένα πλεονεκτήματα σ’ αυτή τη γη καθώς και τη μακαριότητα μετά θάνατον. Η καθιέρωση αυτή ονομαζόταν με τον τεχνικό όρο «μύηση» και ήταν στην ουσία μια τελετουργία μετάβασης σε μια καινούργια ζωή: αυτό γινόταν συχνά με ένα συμβολικό θάνατο του μυουμένου, τον οποίο ακολουθούσε μια συμβολική αναγέννηση. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μ. είναι η μυστικότητα (γι’ αυτό και η λέξη πήρε την έννοια που έχει σήμερα) γύρω από τις τελετουργικές πράξεις που εκτελούνταν και τις θρησκευτικές αλήθειες που αποκαλύπτονταν και που έπρεπε να τηρούν οι μεμυημένοι, με την απειλή τρομερών θείων τιμωριών. Η τυπική μορφή την οποία ακολουθούσαν τα διάφορα ελληνιστικά μυστήρια ήταν τα Ελευσίνια μυστήρια, που χρονολογούνται ως λατρευτικό σωτηριολογικό σύμπλεγμα τουλάχιστον από τον 7o (αν όχι από τον 8o) αι. π.Χ. και διαδόθηκαν σε όλο τον ελληνικό κόσμο χάρη στην υψηλή πολιτικο-πνευματική θέση των Αθηνών, που προώθησε σε διάφορα μέρη την ανάπτυξη ανάλογων συμπλεγμάτων από συγγενείς τυπικές λατρείες. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, εξάλλου, ο θεσμός αυτός διαδόθηκε τόσο ώστε, οπουδήποτε υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες (συγγενικά θρησκευτικά στοιχεία και ευνοϊκές ιστορικές καταστάσεις, όπως η κατάρρευση των εθνικών θρησκειών) διαμορφώθηκαν μ.· έχουμε έτσι τα φρυγικά, αιγυπτιακά, σημιτικά και περσικά μ. Φαίνεται ότι τα Ελευσίνια μυστήρια, που ήταν συνδεδεμένα με τον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης, αναπτύχθηκαν από έναν αρχαϊκό τυπικό θρησκευτικό θεσμό των πρωτόγονων πολιτισμών, τη φυλετική μύηση, τελετουργία που καθιέρωνε τη μετάβαση των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων. Απ’ αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα συγγενή θρησκευτικά στοιχεία, ελληνικά και μη, από τα οποία διαμορφώθηκαν, με βάση τα Ελευσίνια, τα διάφορα μ., υπήρξαν παντού κατάλοιπα των αρχαίων φυλετικών μυήσεων, που ήδη στρέφονταν προς άλλους σκοπούς μετά τη διάσπαση του αρχικού θεσμού. Άλλη άποψη υποστηρίζει πως τα Ελευσίνια μ. ξεκίνησαν ως εκδήλωση αγροτικής λατρείας.
Σχεδόν το εξίσου περίφημα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ήταν και τα μυστήρια των Καβείρων της Σαμοθράκης· ήταν αφιερωμένα στους Καβείρους, οι οποίοι επίσημα ονομάζονταν μεγάλοι θεοί. Οι καβειρικές θεότητες, προελληνικής προέλευσης, ήταν τέσσερις: η Aξίερος, η Αξιόκερσα, ο Αξιόκερσος και ο Κασμίλος (ή Καδμίλος). Αυτοί ταυτίστηκαν αργότερα, εξαιτίας της επιρροής των Ελευσίνιων, με τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, τον Άδη και τον Ερμή. Οι πιστοί μυούνταν στα καβειρικά μ. κυρίως για να προστατεύονται από τους κινδύνους ναυαγίων, αλλά ήταν επίσης διαδεδομένη και μια πιο υψηλή ιδεολογία, κατά την οποία οι μυημένοι γίνονταν πιο ευσεβείς, πιο δίκαιοι και από κάθε άποψη καλύτεροι. Άλλη λειτουργία της καβειρικής μύησης ήταν εξαγνιστικού χαρακτήρα: οι ανθρωποκτόνοι –που αποκλείονταν από τα Ελευσίνια μ.– εδώ ήταν δεκτοί σε ένα είδος εξιλέωσης-αθώωσης, ίσως προεισαγωγής στην καθαυτή μύηση.
Γνωστά ήταν επίσης και τα μ. της Ανδανίας, μιας μικρής πόλης της Μεσσηνίας. Η σύστασή τους, υπό την τυπική μορφή των μ., αν και επανασυνέδεε τη λατρεία με μια αρχαία παράδοση, δεν είναι αρχαιότερη από τον 1o αι. π.Χ. Οι θεότητες της Ανδανίας ήταν: η Δήμητρα, η Αγνή, τοπική ονομασία της Περσεφόνης, ο Κάρνειος Απόλλων και οι Μεγάλοι Θεοί (οι Κάβειροι).
Οι Θρακοφρύγες μετανάστες σύστησαν στην Αθήνα τα μ. του θεού Σαβαζίου, που παρομοιαζόταν με τον ελληνικό Διόνυσο. Είχαν την έδρα τους στον Πειραιά, όπου έχουν διαπιστωθεί ήδη από τον 4o αι. π.Χ. Οι μυημένοι, που ονομάζονταν «Σαβαζιασταί», είχαν ενωθεί σε σύλλογο. Στη Μικρά Ασία ο Σαβάζιος ταυτίστηκε με τον μοναδικό θεό των Εβραίων, τον Γιαχβέ, πιθανά εξαιτίας του επιθέτου του Σαβαώθ (Γιαχβέ Σαβαώθ, «Κύριος των Δυνάμεων») που παρουσίαζε φωνητική αναλογία. Σχηματίστηκαν έτσι ιουδαιο-ειδωλολατρικές θρησκευτικές κοινότητες συνδεδεμένες με τη μύηση στα μ. του Σαβαζίου. Από τις κοινότητες αυτές, που ακόμα και οι πρώτοι χριστιανοί σέβονταν για την υψηλή θρησκευτικότητά τους, ο χριστιανισμός πήρε το σύμβολο της ευλογίας με τα τρία δάχτυλα του χεριού (benedictio latina).
Ελληνιστικής εποχής είναι τα φρυγικά μ. του θεού Άττιδος και της θεάς Κυβέλης και τα αιγυπτιακά μ. του Όσιρη και της Ίσιδας. Όλα μαζί συγκεντρώνονταν στο μύθο του «πάθους» των αντίστοιχων ανδρικών θεοτήτων, ο βίαιος θάνατος των οποίων εμφανίζεται σε παραδόσεις πολύ πιο αρχαίες από τον σχετικά πρόσφατο μυστηριακό σχηματισμό. Και οι δύο αποτελούνταν από αρχαϊκά εθνικά θρησκευτικά στοιχεία, συγγενή προς τα στοιχειώδη συστατικά των ελληνικών μ. Οι συγγένειες αυτές αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος, περιγράφοντας την Αίγυπτο του 5ου αι. π.Χ. μιλά για τα μ. του Όσιρη, που βασίζονταν προφανώς σε μερικές λατρευτικές αναλογίες των ελληνικών μ., δεδομένου ότι οι ελληνικές θρησκευτικές επιδράσεις, που οδήγησαν στη σύσταση των καθαυτό αιγυπτιακών μ., άρχισαν να εμφανίζονται σ’ εκείνη την περιοχή μόνο ύστερα από την κατάκτηση του Αλέξανδρου (4ος αι. π.Χ.). Η θρησκευτική πολιτική των Πτολεμαίων οδήγησε την Αίγυπτο στη σύσταση μιας πρωτότυπης μυστηριακής θρησκείας αφιερωμένης σε μια καινούργια θεότητα με το όνομα Σέραπις (ή Σάραπις). Τόσο τα φρυγικά, όσο και τα αιγυπτιακά μ. διαδόθηκαν πολύ γρήγορα στην Ιταλία, όπου αποτέλεσαν τη βάση πολλών τοπικών σχηματισμών (συγκρητισμός). Στη Ρώμη, που τα έβλεπε με καχυποψία κατά τους χρόνους της δημοκρατίας, απέκτησαν εξουσία και κύρος στα χρόνια της αυτοκρατορίας. Μαρτυρίες των αιγυπτιακών μ. έχουμε ως τον 5o μ.Χ. αιώνα. Μια χωριστή περίπτωση αποτέλεσαν τα μ. του Μίθρα, περσικής θεότητας, που είχε αποσπαστεί από τη θρησκεία της και το αρχικό περιβάλλον της και είχε γίνει κατεξοχήν «θεός σωτήρας». Στην περίπτωση αυτή το σύνολο των μ. δεν αναπτύχθηκε από θρησκευτικά στοιχεία συγγενή με τα συστατικά του θεσμού των ελληνικών μ., αλλά μόνο τυπικά τα ακολούθησαν εξαιτίας του γοήτρου που απόλαυαν, γιατί στην ουσία ήταν άλλο πράγμα. Τα μ. του Μίθρα δεν φέρουν, όπως τα άλλα, τον τύπο ενός πραγματικού μυστικισμού, του μυστικισμού δηλαδή που οδηγούσε απαρέγκλιτα στην ταύτιση του μυημένου με τη θεότητα. Αντίθετα, ο Μίθρας έμεινε πάντοτε υπερβατικός σε σχέση με την ανθρώπινη φύση. Η μιθραϊκή μύηση περιλάμβανε επτά βαθμούς. Ορισμένες τελετουργίες που χρησίμευαν στην εισδοχή ήταν αυτές καθ’ εαυτές δοκιμασίες θάρρους και θυμίζουν εκείνες που, σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες, έπρεπε να υποστούν οι νέοι στις φυλετικές μυήσεις. Είτε εξαιτίας του πολεμικού χαρακτήρα του θεού, είτε εξαιτίας του ότι η προστασία του δινόταν κυρίως κατά τη μάχη, η θρησκεία του Μίθρα βρήκε μεγάλη απήχηση στον ρωμαϊκό στρατό, προσαρμοζόταν περίφημα στην ηθικο-θρησκευτική διαμόρφωση ενός καλού στρατιώτη και γι’ αυτό οι αυτοκράτορες τον αντιμετώπιζαν με μεγάλη εύνοια.
χριστιανικά μ. Στην ορθόδοξη θεολογία μυστήρια είναι συμβολικές πράξεις ή αναπαραστάσεις μιας υπερφυσικής πραγματικότητας, απρόσιτης στις αισθήσεις και στην ορθολογική κατανόηση, που μεταδίδουν θεία χάρη. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, ιδρύθηκαν από τον Ιησού Χριστό και αναπτύχθηκαν στην ουσία τους από τους Πατέρες της Εκκλησίας και αργότερα από τους θεολόγους της Ανατολής και της Δύσης. Τα μ. στην Ορθόδοξη Εκκλησία (όπως και στην αγγλικανική και στη Ρωμαιοκαθολική) είναι επτά: βάπτισμα, χρίσμα, ευχαριστία, μετάνοια, ιερωσύνη, γάμος, ευχέλαιο. Από αυτά, κυριότερα είναι το βάπτισμα και η ευχαριστία. Διαιρούνται σε επαναλαμβανόμενα και μη· στα τελευταία ανήκουν το βάπτισμα, το χρίσμα και η ιερωσύνη. Αν και είναι ίσης αξίας, για τα αποτελέσματα χάρης που παράγουν, δεν μπορούν να παρασχεθούν σε όλους αδιάκριτα: π.χ. η ιερωσύνη επιφυλάσσεται μόνο για τον άντρα, ενώ τα μυστήρια του γάμου και της μετάνοιας (εξομολόγησης) απαιτούν από τους πιστούς ιδιαίτερες ικανότητες σωματικής και ψυχικής τάξης. Οι προτεστάντες αναγνωρίζουν μόνο δυο μ., το βάπτισμα και την ευχαριστία.
Τα αιγυπτιακά μυστήρια της θεάς Ίσιδος γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη Ρώμη, κυρίως στους χρόνους της αυτοκρατορίας? σκηνή από τη λατρεία της Ίσιδος, σε τοιχογραφία από το Ηράκλειο της Νότιας Ιταλίας, που εικονίζει την παρουσίαση της ιερής υδρίας (Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη).
Τα Ελευσίνια μυστήρια συνδέονταν με τον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης? τμήμα ρωμαϊκής σαρκοφάγου του 2ου αι. με θέμα «Η αρπαγή της Περσεφόνης»
Dictionary of Greek. 2013.